- φωταέριο
- Μείγμα αερίων, κυρίως υδρογόνου και μεθανίου κ.ά., τα οποία παράγονται κατά την ξηρή απόσταξη των λιθανθράκων. Η απόσταξη γίνεται με θέρμανση, σε 1.200°-1.300°C, των λιθανθράκων μέσα σε δοχεία πήλινα ή από χυτοσίδηρο και χωρίς την παρουσία αέρα. Κατά την απόσταξη αυτή, λαμβάνεται ως αέριο προϊόν το ακάθαρτο φ., που υποβάλλεται πρώτα σε φυσική κάθαρση (αποχωρισμός της πίσσας και της αμμωνίας) και ύστερα σε χημική κάθαρση (αφαιρείται το υδρόθειο, το υδροκυάνιο και άλλες προσμείξεις). Το καθαρό πλέον φ. συγκεντρώνεται σε μεγάλα αεροφυλάκια, από όπου, με πίεση λίγο μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική, διοχετεύεται στο δίκτυο κατανάλωσης των πόλεων.
Το φ. είναι αέριο άχρωμο, ελαφρότατο (ειδικό βάρος 0,42) και δύσοσμο (εξαιτίας του ακετυλενίου και των οργανικών θειούχων ενώσεων). Είναι δηλητηριώδες, εξαιτίας του μονοξειδίου του άνθρακα, και προκαλεί πονοκέφαλο, λιποθυμία και τελικά τον θάνατο. Με τον αέρα, σε αναλογία 7-40%, σχηματίζει εκρηκτικά μείγματα. Είναι μείγμα αερίων σε αναλογία: υδρογόνου 49%, μεθανίου 34%, μονοξειδίου του άνθρακα 8%, βαρέων υδρογονανθράκων 4%, αζώτου 4% και διοξειδίου του άνθρακα 1%. Η θερμαντική του ικανότητα είναι περίπου 5.000 χιλιοθερμίδες σε κάθε κυβικό μέτρο. Χρησιμοποιείται σήμερα ως καύσιμη ύλη, κυρίως σε μαγειρεία, σε θερμάστρες και σε εργαστήρια (λύχνος Μπούνσεν).
* * *το, Ν(χημ.-τεχνολ.) αέριο, προϊόν ξηράς απόσταξης τών λιθανθράκων, που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για τις ανάγκες φωτισμού τών πόλεων και αργότερα για θέρμανση και άλλες οικιακές και βιομηχανικές χρήσεις και το οποίο έχει υποκατασταθεί πλέον από το φυσικό αέριο, αλλ. αεριόφως.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + αέριο. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. gaz de ville ή gaz d' eclairage ή gaz de houille και μαρτυρείται, στον λόγιο τ. φωταέριον, από το 1834 στον Φιλ. Ιωάννου].
Dictionary of Greek. 2013.